-
1 εμποιεω
1) вделывать, вставлять(πύλας ἐν πύργοις Hom.)
ἐ. ἴχνεσιν ἴχνη Xen. — идти по старым следам2) (внутри чего-л.) устраивать(λάκκους ὕδατος ἐν τοῖς καπηλείοις Arph.; med. χοροὺς ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι Hes.)
3) производить, создавать(κίνησιν Arst.)
4) (ложно) присваивать, приписывать5) причинять, вызывать(σκοτοδινίαν τινί Plat.): (χρόνου) διατριβέν ἐμποιῆσαι Thuc., Plut.; вызвать задержку; χρόνους ἐμποιῆσαί τινι Dem. затянуть (замедлить) что-л.
6) доставлять, возбуждать(ἀλγηδόνας καὴ ἡδονάς Plat.)
7) внушать(ἐπιθυμίαν τινὴ ἔς τινα Thuc.; μῖσος Plat.; τὰ μέτρα τινί Luc.; ὑποψίας κατ΄ ἀλλήλων Plut.; λήθην ἢ συνήθειάν τινος ἐμπεποιηκέναι τινι Dem.)
ἐμποιῆσαί τινι, ὡς πειστέον εἴη Κλεάρχῳ Xen. — внушить кому-л. послушание Клеарху
См. также в других словарях:
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek